- διαφλύω
- διαφλύω, in [voice] Pass.,A to be permeated,
ὑπὸ θερμοῦ Hp.Mul.1.77
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπὸ θερμοῦ Hp.Mul.1.77
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαφλύζω — και διαφλύω (Α) 1. ξεχειλίζω από υγεία 2. παθ. διαπερνιέμαι … Dictionary of Greek